Κώστας Βόμβολος (μουσικός)

Η Σαβίνα Γιαννάτου και οι «Primavera en Salonico» παρουσιάζουν στο Μέγαρο Μουσικής τη νέα τους αφιερωματική παράσταση – cd, τα «Τραγούδια της Θεσσαλονίκης». O Κώστας Βόμβολος, συνθέτης, ενορχηστρωτής, και ιδρυτικό μέλος μίλησε στον Xρήστο Mιχαλέρη για το νέο project, καθώς και την πλούσια συνεργασία του με το ΚΘΒΕ.
Ετοιμάσατε και παρουσιάζετε μία ακόμα υψηλής λεπτομέρειας, ποιότητας και αισθητικής, εργασία, αυτή τη φορά με τα «Τραγούδια της Θεσσαλονίκης» η οποία καταγράφηκε σε cd και ξεκινάει το ταξίδι της στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη… Πριν από 2 χρόνια ξεκινήσαμε να ψάχνουμε υλικό για το νέο μας cd όταν προέκυψε μια πρόταση από τις Βρυξέλλες να παρουσιάσουμε στο Bozar ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα. Έτσι κατευθύναμε την αναζήτηση σε κομμάτια των διαφόρων εθνοτήτων που συνυπήρξαν τότε στην πόλη και, είτε αναφέρονταν σε τοποθεσίες και συμβάντα από την ιστορία της, είτε την αντιμετώπιζαν ως ένα φανταστικό τόπο, ιδανικό σκηνικό για την αφήγηση των δικών τους μύθων. Επιλέξαμε βέβαια και τραγούδια τα οποία παρότι δεν έχουν καμιά παραπομπή στη Θεσσαλονίκη ακούγονταν έντονα εκείνα τα χρόνια στους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους της (όπως και στις υπόλοιπες μεγάλες πολυεθνικές πόλεις της θνήσκουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας). Η παράσταση παρουσιάστηκε τελικά τον περυσινό Μάη. Λίγο νωρίτερα έγινε και η ηχογράφηση και το καλοκαίρι η τελική επεξεργασία της. Φέτος θα εμφανιστούμε κυρίως στην κεντρική Ευρώπη (Ολλανδία, Βέλγιο, Αυστρία, Ελβετία, Γερμανία). Για τις αρχές του 2016 οργανώνεται μια περιοδεία στην Άπω Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Χονγκ Κονγκ) και την Αυστραλία.
Πόσο υψηλή μπορεί να είναι ευθύνη που αισθάνεστε, και εδικά στους καιρούς μας, όταν απολαμβάνετε την υποστήριξη μιας δισκογραφικής εταιρείας όπως η ECM, αλλά και την υποστήριξη από την εταιρεία της παραγωγής σας, για μια ακόμα παγκόσμια περιοδεία; Είναι ήδη το τέταρτο cd μας που κυκλοφορεί από τη συγκεκριμένη εταιρεία σε μια σχέση που διαρκεί περισσότερο από 10 χρόνια. Η μόνη και βασική ευθύνη είναι να κάνουμε καλά αυτό που ξέρουμε να κάνουμε και να μας εκφράζει το τελικό αποτέλεσμα. Σε αντίθεση με τον υπουργό οικονομικών της πατρίδας του, ο Manfred Eicher, η ψυχή της εταιρείας, δεν έδειξε ποτέ να θέτει κάποια προαπαιτούμενα προκειμένου να μας εμπιστευθεί.
Τα μηνύματα ανεκτικότητας και αμοιβαίας κατανόησης που απηχούν τα τραγούδια του έργου που επιλέξατε, γίνονται εμφανή στην παράσταση; Δεν πιστεύω στην αλληλοκατανόηση των λαών μέσω του πολιτισμού τους. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι μια χαρά μπορούν να σφάζονται οι Ισραηλινοί με τους Παλαιστίνιους, οι Τούρκοι με τους Έλληνες, οι Σέρβοι με τους Βόσνιους κ.λ.π. τραγουδώντας τα ίδια τραγούδια. Η ανεκτικότητα είναι κάτι που κατακτιέται μετά από απόφαση και αγώνα και όχι κάτι που υπάρχει γενικά στην ανθρώπινη φύση και πρέπει απλώς να του δώσουμε «χώρο για να ανθίσει».
Έχοντας μελετήσει σε βάθος τις μουσικές, τον πολιτισμό, άρα και την ιστορία της Θεσσαλονίκης, ποιο θα ήταν το σχόλιο σου, για το παλιό, σε σχέση με το σύγχρονο, γίγνεσθαι της πόλης; Η εποχή στην οποία αναφερόμαστε με το cd μας σηματοδοτεί τη λήξη μιας πολύ μακράς περιόδου στην ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της οποίας τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της ήταν η πολυπολιτισμικότητα και ο μητροπολιτικός της χαρακτήρας. Έχουν περάσει 100 χρόνια από τότε και φυσικά και τα δύο έχουν εκλείψει, αφήνοντας απλώς κάποια σημάδια στο σώμα της πόλης και στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα – μέχρι και τα τέλη περίπου του 20ου αιώνα – η πόλη λειτούργησε ως ένα εκκολαπτήριο ή καταφύγιο νεωτερικών και εναλλακτικών ιδεών, παρόλο που η βασική κοινωνική της συγκρότηση υπήρξε άκρως συντηρητική. Αυτό έγινε εφικτό μέσω του δευτερεύοντος ρόλου που έπαιξε πάντοτε στη διαμόρφωση της σύγχρονης νεοελληνικής πραγματικότητας. Για να το θέσω πιο απλά: ό,τι ήταν δύσκολο να γίνει αποδεκτό στην Αθήνα μπορούσε να έχει κάποιο χώρο στην απομακρυσμένη «συμπρωτεύουσα»: η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τον Δελμούζο και το πρώτο Πειραματικό σχολείο, η Φιλοσοφική σχολή που εθεωρείτο «άντρο των νεωτεριστών», οι λογοτέχνες της πόλης που σε γενικές γραμμές δεν συμπορεύτηκαν με την κυρίαρχη «γενιά του 30», το Κρατικό Θέατρο που έδινε βήμα σε σκηνοθέτες που ήταν εξοβελισμένοι από το παλιό συντηρητικό Εθνικό, οι «τραγουδοποιοί της Θεσσαλονίκης» του ‘80 και του ‘90 οι οποίοι – προτού αποκτήσουν πανελλαδική εμβέλεια – ήσαν καταρχήν ανεπιθύμητοι στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, το κίνημα της τζαζ και της αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής, ακόμα και η πρώτη σοβαρή επαγγελματική ενασχόληση ομάδας με το μπάσκετ (ο Άρης την εποχή του Γκάλη και του Γιαννάκη). Όλα αυτά αντιστράφηκαν σιγά-σιγά τα τελευταία είκοσι χρόνια: ο, όποιος, νεωτερισμός και η εναλλακτικότητα δεν χρειάζονται πια ένα παρόμοιο τόπο για να δοκιμαστούν προτού ενσωματωθούν στην επίσημη «αγορά» και η πόλη μοιάζει να παρατηρεί τις εξελίξεις λίγο αμήχανη χωρίς να μπορεί να αποφασίσει για το νέο χαρακτήρα της.
Η συνεργασία με τη Σαβίνα και με όλη την ομάδα των εξαιρετικών μελών των «Primavera en Salonico» πώς είναι μετά από τόσα πολλά χρόνια συμβίωσης; Όπως λέει η γυναίκα μου είμαστε σαν απομακρυσμένα αδέλφια που συναντιούνται μόνο στα τραπέζια της ευρείας οικογένειας και λένε τα νέα τους, σκάνε στα γέλια, σκοτώνονται στις φωνές, μαλώνουν, γκρινιάζουν ή βαριούνται, αλλά δεν χάνουν με τίποτε την επόμενη συνάθροιση.
Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σου, κρατάει τους παραδοσιακούς ήχους ζωντανούς, σε μία εποχή τεχνολογίας, ευκολίας επικοινωνίας και πανσπερμίας ήχων από όλον τον πλανήτη; Τι σε γοητεύει πολύ σε αυτά τα τραγούδια; Αν η, όποια, παράδοση μένει ζωντανή είναι γιατί εξελίσσεται και μπορεί να καλύψει σημερινές ανάγκες. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο σε αυτά τα τραγούδια είναι ότι έγιναν από «μάστορες» προς άμεση χρήση και όχι από «δημιουργούς» με την προοπτική της κατάθεσης ενός «έργου» που θα βρει αργότερα τη δικαίωσή του.
Δείχνετε μία αξιοζήλευτη επιμονή στην διατήρηση του γνήσιου ύφους των παλιών μουσικών. Ποια η γνώμη σου για τους μοντέρνους πειραματισμούς και τους αυτοσχεδιασμούς στην παραδοσιακή μουσική; Το μόνο γνήσιο στη μουσική μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Παρότι χρησιμοποιούμε όργανα που μπορούν να καλύψουν τις ηχοχρωματικές απαιτήσεις των κομματιών μιας παλιότερης εποχής και κάποια μέλη του συγκροτήματος είναι εξαιρετικοί δεξιοτέχνες και βαθείς γνώστες της παραδοσιακής μουσικής το τελικό μας ζητούμενο είναι μια μουσική του σήμερα. Μια μουσική που πείθει για αυτό που είναι και όχι γιατί μιμείται ή αναπαράγει παλιότερες φόρμες αναζητώντας νομιμοποίηση σε μια φαντασιακή «αυθεντικότητα». Αν το σύνολό μας έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα, αυτός προσδιορίζεται από τη συνύπαρξη της ζωντανής παραδοσιακής με τη σύγχρονη μουσική και τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό.
Παράλληλα με το συγκρότημα, συνθέτεις εδώ και χρόνια μουσικά έργα για σημαντικές θεατρικές παραστάσεις του ΚΘΒΕ, που μερικές φορές απαιτούν στοιχεία μοντέρνα, μακριά από τις παλιές φόρμες. Θεωρώ το θέατρο το βασικό πεδίο της απασχόλησής μου. Ένας από τους λόγους για τους οποίους γράφω σκηνικές μουσικές εδώ και 35 χρόνια είναι αυτή ακριβώς η ευχέρεια ελιγμών ανάμεσα σε πολλά είδη. Ένας δεύτερος είναι η δυνατότητα για διαρκή αναθεώρηση της σχέσης της μουσικής τόσο με τους αποδέκτες της όσο και με τις υπόλοιπες τέχνες.
Έχοντας ταξιδέψει πολύ σε όλον τον κόσμο, η ελληνική μουσική πραγματικότητα, πώς σου φαίνεται σήμερα; Ποιες είναι οι άλλες τρέχουσες μουσικές σου δραστηριότητες; Μοιάζει να βρίσκεται σε μια δημιουργική αναταραχή χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν κάποιες σαφείς κυρίαρχες κατευθύνσεις που θα μας οδηγήσουν στα επόμενα χρόνια. Μόλις κυκλοφόρησε ένα νέο μου cd βασισμένο σε ποιήματα του Μιχάλη Πιερή από τη συλλογή του «Μεταμορφώσεις πόλεων». Δεν πρόκειται για μελοποιήσεις ούτε για υποκρούσεις ποιητικών αναγνώσεων, αλλά για μια πρόταση εκφοράς του λόγου με μουσικά εργαλεία.
Στην εποχή του YouTube και της διάχυτης ευκολίας δημιουργίας μουσικής, βλέπεις την εμβάθυνση, την μουσική ευρύτητα να βελτιώνεται ή όχι; Η ευκολία της πρόσβασης σε μια τεράστια βάση μουσικών δεδομένων (από ηχογραφήματα μέχρι παρτιτούρες και εποπτικό υλικό) τροποποίησε τις παλιότερες ισορροπίες στον χώρο μας. Παλιότερα η πρόσβαση και μόνο στην πληροφορία ήταν αρκετή για να προσδώσει κύρος και εξουσία σε όποιον τη διέθετε προσφέροντάς του μερικές φορές τη δυνατότητα να καλύπτει ακόμη και τη βαθύτερη άγνοια με μια επίφαση γνώσης. Όσο για την ευρύτητα σίγουρα έχει βελτιωθεί, αλλά όχι χωρίς αντίτιμο. Μέσα στον ωκεανό της πληροφορίας η ανάγκη ενός «αισθητικού καθοδηγητή», δίκην dj, γίνεται όλο και πιο πιεστική προκειμένου να ανταπεξέλθει κανείς στην πληθώρα των επιλογών. Το αξιοσημείωτο είναι βέβαια πως όλο και πιο συχνά αυτοί οι νέου τύπου μέντορες εμφανίζονται σημαντικότεροι των δημιουργών στα έργα των οποίων οφείλουν την ύπαρξή τους.
Σαβίνα Γιαννάτου & Primavera en Salonico στο Μέγαρο Μουσικής
Κτίριο Μ2 Αίθουσα Αιμίλιος Ριάδης
25ης Μαρτίου & Παραλία, τηλ: 2310895800
Σάββατο 7 Μαρτίου Ώρα έναρξης: 21:00
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 15€ και 10€